- σφραγισμένος
- η , ο , σφραγιστός, ή , ό[ν]1) имеющий печать (о документе); 2) запечатанный; опечатанный; 3) закупоренный; 4) запломбированный (о зубах);
§ σφραγιστός χάρτης — гербовая марка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ σφραγιστός χάρτης — гербовая марка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφραγιστός — ή, ό / σφραγιστός, ή, όν, ΝΑ [σφραγίζω] αυτός που έχει σφραγιστεί, που φέρει αποτύπωμα σφραγίδας, σφραγισμένος νεοελλ. ερμητικά κλειστός αρχ. 1. (ιδίως) σφραγισμένος με δημόσια σφραγίδα, με την επίσημη σφραγίδα τής πολιτείας 2. σημαδεμένος με… … Dictionary of Greek
εκσφραγίζομαι — ἐκσφραγίζομαι (Α) 1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω 2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος 3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι … Dictionary of Greek
εφτασφράγιστος — η, ο 1. πολύ καλά σφραγισμένος 2. μτφ. αυτός που κρύβεται, που ασφαλίζεται καλά («εφτασφράγιστο μυστικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + σφραγίζω] … Dictionary of Greek
θεοσφράγιστος — θεοσφράγιστος, ον (AM) ο σφραγισμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σφραγίζω] … Dictionary of Greek
πυρισφρήγιστος — ον, Α ιων. τ. σφραγισμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφρήγιστος, ιων. τ. αντί σφράγιστος (< σφραγιστός < σφραγίζω < σφρᾱγίς / σφρηγίς)] … Dictionary of Greek
σφράγιση — η, Ν [σφραγίζω] 1. η ενέργεια τού σφραγίζω, η επίθεση σφραγίδας 2. επίθεση αμαλγάματος σε τερηδονισμένο δόντι 3. (πολ. δικ.) θέση ειδικών σφραγίδων σε κατάλληλα σημεία ακινήτων ή κινητών πραγμάτων, ώστε να ελέγχεται το απαραβίαστο τών χώρων τους… … Dictionary of Greek
χρυσόβουλλος — ον, Μ 1. σφραγισμένος με τη χρυσή αυτοκρατορική σφραγίδα 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. χρυσόβουλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βουλλος (< βούλλα «σφραγίδα»)] … Dictionary of Greek
Λέσκοφ, Νικολάι Σεμιόνοβιτς — (Nikolay Semyonovich Leskov, Γκορόχοβο, Ορέλ 1831 – Αγία Πετρούπολη 1895). Ρώσος μυθιστοριογράφος. Ήταν γιος ενός αριστοκράτη μικροκτηματία και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην επαρχία, όπου γνώρισε τη ζωή και της παραδόσεις των χωρικών. Φοίτησε … Dictionary of Greek
σφραγίζομαι — σφραγίζομαι, σφραγίστηκα, σφραγισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενσφράγιστος — η, ο επίρρ. α 1. που είναι κλεισμένος με σφράγιση, σφραγισμένος, σφραγιστός: Ενσφράγιστος φάκελος. 2. που είναι κλεισμένος σε σφραγισμένο φάκελο ή περικάλυμμα: Η δημοπρασία θα γίνει με ενσφράγιστες προσφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφραγίζω — σφράγισα, σφραγίστηκα, σφραγισμένος 1. βάζω πάνω σε κάτι τη σφραγίδα: Σφράγισε το γραμματόσημο. – Σφράγισαν τα κρέατα οι υγειονομικές αρχές. 2. κλείνω κάτι εντελώς: Σφράγισε το μπουκάλι. – Του σφράγισαν το στόμα. 3. μτφ., δίνω τέλος σε κάτι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)